- πολυψευδόκαυχος
- -ον, Ααυτός που καυχιέται πολύ αλλά με ψεύτικο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ψεῦδος + καῦχος, τὸ «καυχησιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυψευδόκαυχος — boasting much falsely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)